- κοινοπρακτώ
- κοινοπρακτώ και κοινοπραγώ συνεργάζομαι, συμπράττω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοινοπραγώ — και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, έω) κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τούς τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῑς Αίτωλοῑς», Πολ.) αρχ. συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πραγῶ (<… … Dictionary of Greek